- συνεργείο(ν)
- τό1) производственная группа, отряд, группа рабочих, бригада; 2) мастерская, цех; 3) комиссия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεργείο — το 1. ομάδα ατόμων που συνεργάζονται σε κάποιο ειδικό έργο: Το συνεργείο τους ανέλαβε τη μεταφορά υλικών. – Έφτασαν αργά τα συνεργεία διάσωσης. 2. μηχανουργείο: Άφησε το αυτοκίνητό του στο συνεργείο για επισκευή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεργείο — το / συνεργεῑον, ΝΜΑ, και συνέργιν Μ, και συνέργειον και συνέργιον Α [συνεργός] ομάδα εργατών που δουλεύουν στην ίδια εργασία νεοελλ. χώρος στον οποίο εργάζονται εργάτες και τεχνίτες καθώς και το σύνολο τών μηχανημάτων και εργαλείων που… … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
καρνάβαλος — ο 1. κορυφαίος τής πομπής τών μεταμφιεσμένων που περιφέρεται στους δρόμους καθισμένος πάνω σε ψηλό άρμα κατά τη γιορτή τής Αποκριάς 2. μτφ. το ψηλό τροχοφόρο με το ειδικό συνεργείο τεχνιτών που κινείται σε τροχιοδρομικές γραμμές και… … Dictionary of Greek
κινητός — ή, ό (ΑΜ κινητός, ή, όν Α θηλ. και ός) [κινώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος, αυτός που μπορεί να μετακινηθεί ή αυτός που μετακινείται (α. «πολλά ακίνητα δεν έχει, η κινητή του όμως περιουσία, και ειδικά η συλλογή του, είναι… … Dictionary of Greek
κωπεώνας — ο (Α κωπεών, ῶνος) νεοελλ. 1. χώρος όπου φυλάγονται κουπιά 2. συνεργείο για κατασκευή κουπιών αρχ. κωπεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + περιληπτ. κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, κεγχρ εών)] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
λεμβαρχείο — το περιοχή τών πολεμικών ναυστάθμων όπου προσορμίζονται οι λέμβοι ή ανασύρονται στην ξηρά και όπου επίσης υπάρχει μικρό συνεργείο πρόχειρων επισκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβαρχος. Η λ., στον λόγιο τ. λεμβαρχεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek
μοτέλ — (αγγλ. motel). Όρος που προέρχεται από τη σύντμηση της φράσης motor cars hotel, καθιερωμένη διεθνώς και χρησιμοποιούμενη για τον χαρακτηρισμό των ξενοδοχείων που βρίσκονται κατά μήκος των μεγάλων σύγχρονων αυτοκινητόδρομων, παρέχοντας τη… … Dictionary of Greek
παρασκευαστήριο — το 1. χώρος όπου κατασκευάζονται διάφορα αντικείμενα 2. ναυτ. συνεργείο σε ναύσταθμο, όπου κατασκευάζονται τα εξαρτήματα τών πλοίων, κν. μπάγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασκευάζω + επίθημα τήριο (πρβλ. σπουδασ τήριο). Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek
συνέργειον — τὸ, Μ βλ. συνεργείο … Dictionary of Greek